Η Φ. και η Μύκονος… (καλοκαιρινό διήγημα από τον Πάνο με Πεζά) - Ειδήσεις Pancreta

Καθώς το καλοκαίρι δεν έχει ακόμα τελειώσει, ταιριά;ζει και το σημερινό μας αφήγημα να είναι καλοκαιρινό. Με μεγάλη χαρά δημοσιεύω σήμερα ένα καλοκαιρινό διήγημα για τη Μύκονο από τον φίλο μας τον Πάνο με πεζά. Με χαρά αλλά και με καμάρι επειδή βλέπω να πληθαίνουν οι φίλοι του ιστολογίου που δοκιμάζουν να γράψουν κάτι δικό τους. Ο Πάνος, όπως θα ξέρετε, είναι δεμένος με το νησί αν και παραθερίζει στη λιγότερο κοσμική πλευρά του. Έτσι, το αφήγημά του έχει πολύ βιωματικό στοιχείο.

Ο Πάνος έστειλε και σύντομες επεξηγήσεις για κάποια πραγματολογικά κυρίως στοιχεία, καθώς και τη φωτογραφία που συνοδεύει το διήγημα. Να προσθέσω, πάντως, ότι τα μυόπορα που κάπου αναφέρονται στο διήγημα, είναι θάμνος κατάλληλος για φράχτες.

Ήταν όπως και να πεις ένα περίεργο, δύσκολο καλοκαίρι… Μάλλον, για να πούμε την αλήθεια, όλη η χρονιά είχε κυλήσει δύσκολα… Ακόμα καλά-καλά δεν είχαν έρθει τα Χριστούγεννα του δεκαεφτά, κι εκείνος είχε μπει χειρουργείο, για ένα απρόσμενο κάταγμα στο πόδι… Παραμονή Χριστουγέννων ήταν, κι αντί για τραπέζι ρεβεγιόν, ξαφνικά βρέθηκε καλεσμένος στο … χειρουργικό τραπέζι του Ερυθρού Σταυρού. Ε, κι όταν τέλειωσαν αυτά, οι φυσικοθεραπείες, οι ακτινογραφίες, είχε πάει πια Μάρτης κι άρχισαν κάτι πήγαινε-έλα με τη μάνα του. Άλλο χειρουργείο, πιο ύπουλο αυτή τη φορά, αλλά τα πράγματα είχαν πάει μάλλον καλά…

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ούτε είχε καταλάβει πώς ήρθε το καλοκαίρι. Κι ακόμα πιο πέρα, πώς τέλειωσε ο Ιούλιος και μπήκε ο Αύγουστος. Που σημειωτέον, λες και δε φτάναν όλα, ήταν και η φωτιά στην Ανατολική Αττική που τους ξεσπίτωσε, εκεί μεσοκαλόκαιρα, να τρέχουν μια στην Πεντέλη, στο παλιό σπίτι της γιαγιάς, και μια φιλοξενούμενοι πυρόπληκτοι στα ΚΑΑΥ, τις στρατιωτικές κατασκηνώσεις του Αγίου Ανδρέα… Ναι, όταν αρχές Αυγούστου ήρθε η πολυπόθητη άδεια, αρκετές από τις πολύτιμες μέρες της αναλώθηκαν εκεί,  αντί να εφαρμοστεί εξαρχής το δεδομένο καλοκαιρινό πλάνο : διακοπές στη Μύκονο… Ήταν τόσο περίεργα τα πράγματα φέτος, τόσο ανατρεπόμενα τα πράγματα και τόσο κάτω η διάθεση, που το πλάνο «Μύκονος» προς το παρόν είχε μετατεθεί…

Κάποτε, δεν ήθελε να ακούει για τη Μύκονο. Αλλά αυτά ήταν “last year”, που λέγανε και κάποιοι… Εκεί προς τη δεκαετία του ’90, που τα περιοδικά όλο για Μύκονο έγραφαν, αυτός είχε αποφασίσει να τη σβήσει από το χάρτη της Ελλάδας… «Δεν πρόκειται να πατήσω εκεί το πόδι μου ποτέ», έλεγε και ξανάλεγε, μέσα σε αυτή την απολυτότητα που τον διέκρινε όταν αποφάσιζε να πάει κόντρα σε ένα΄ ρεύμα… Αλλά κάποιοι λένε «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις»… Το καλοκαίρι του 1999 γνώρισε τη Φ., και τον Αύγουστο της επόμενης στρογγυλής χρονιάς, το 2000, τα έφτιαξαν. Την είχε ερωτευτεί τρελά… Η Φ. ήταν από τη Μύκονο. Κι από μάνα κι από πατέρα, βέρα Μυκονιάτισσα…

Τους πήρε καιρό να βρεθούν οι δυο τους μαζί στη Μύκονο. Γύρισαν πολλά νησιά στις διακοπές τους, αλλά εκεί δεν κατάφεραν να πάνε παρά μόνο μετά από έξι χρόνια σχέσης, το 2006… Άλλωστε, ούτε και η Φ. κατάφερνε εδώ και χρόνια να πηγαίνει, παρόλο που υπήρχε σπίτι, αδειανό κι ελεύθερο…

Η λέξη «ενθουσιασμός» είναι πραγματικά πολύ λίγη για να περιγράψει την κατραπακιά που ένιωσε όταν γνώρισε από κοντά τη Μύκονο, σε σχέση βέβαια με την εικόνα που είχε στο μυαλό του… Γιατί βλέπεις, «προσγειώθηκε» στα μέρη της Φ., που ήταν στην Άνω Μερά. Μακριά και σε απόσταση ασφαλείας από τη Χώρα… Σαν να λέμε, σε μια άλλη Μύκονο, ανθρώπινη και γαλήνια, που τον κέρδισε από την πρώτη μέρα, από εκείνο το καλοκαιρινό μεσημέρι που ήρθαν με τη «Δημητρούλα» από τη Σάμο, πάνω στη σέλα του μπλε σκούτερ, με το οποίο κάνανε εκείνα τα χρόνια διακοπές…

Την άλλη χρονιά, παντρεύτηκαν… Ο πεθερός, ο Γιάννης, ένας άγιος άνθρωπος, διαπρεπής εργολάβος στην Αθήνα τα χρυσά χρόνια της αντιπαροχής, είχε φτιάξει το καλοκαιρινό σπίτι της οικογένειάς του εκεί, ήδη από τη δεκαετία του ’80. Εκείνο ήταν το σπίτι που πρωτοείδε και επιτέλους το «κούμπωσε» με το «Μύκονος και Μύκονος» που την άκουγε τόσα χρόνια να λέει… Το μέρος τον ενθουσίασε, το σπίτι ίσως όχι τόσο, αλλά το έργο δεν είχε τελειώσει ακόμα… Ο Γιάννης, συνταξιούχος αλλά από εκείνους τους «ακάθιστους ύμνους», ανακαίνισε και τους ετοίμασε το δεύτερο σπιτάκι του οικοπέδου, το «παππουδικό», που κείτονταν μισοερειπωμένο καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά από το άλλο, και δεν το πρόσεχε άνθρωπος… Σχεδόν με τα ίδια του τα χέρια, τον ογδοντατόσων χρόνων τότε που το έφτιαχνε, το παραδοσιακό καλυβάκι, έτσι όπως είχε μείνει από τότε με την ιστορία της οικογένειας γραμμένη στους τοίχους του,  με τα κελλάκια του μέσα στα οποία είχαν περάσει τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, έπαιρνε ξανά ζωή και γινόταν τώρα ένα μικρό συμμαζεμένο κουκλίστικο σπιτάκι. Και μάλιστα το σπιτάκι αυτό τώρα πια είχε κρατήσει και όλα τα παραδοσιακά στοιχεία της τοπικής αρχιτεκτονικής, τους κάπασους, το τειχάκι το «παραπορτιανό», τις παλιές ξύλινες τράβες στο ταβάνι, τις κόχες όπου έστηναν τα τσουκάλια και μαγείρευαν, τις πέτρες που φαίνονταν στους τοίχους, την αυλή με την πέργκολα… Σε όλο αυτό βέβαια είχε βοηθήσει και η Φ. Διακοσμήτρια-σχεδιάστρια του AKTO, αυτή τη φορά ήταν στην ωριμότητά της κι αποφάσισε να μην αφήσει το μπαμπά να παρα-«εργολαβίσει», όπως στο πρώτο σπίτι, που άσχημο δεν το λες, αλλά βρε παιδί μου, δεν έχει αυτό το παραδοσιακό στο τελικό αποτέλεσμα, έχει κάτι το «αθηναίικο»… Τώρα όμως, αυτό το αποτέλεσμα που βγήκε στο «παππουδικό», ήταν ίσως κι αυτό που τον έδεσε πια οριστικά με το μέρος… Πρωτομπήκαν στο σπιτάκι το 2008 κι άρχισαν πια να πηγαίνουν στη Μύκονο σταθερά κάθε καλοκαίρι… Αυτός που κάποτε την είχε σβήσει από τον ελληνικό χάρτη, έγινε ένα ακόμα παράδειγμα του κλισέ «Από πού είσαι; Από το χωριό της γυναίκας μου»…

Όμως, δεν ήταν και κανένας αχάριστος… ‘Όπως λάτρεψε το μέρος, το ίδιο λάτρεψε και το σπιτάκι, κι άρχισε σιγά-σιγά να αφήνει κάθε καλοκαίρι που πήγαιναν, και λίγη από την ψυχούλα του… Φύτευε αρμυρίκια στον ξερό κήπο, μυόπορα στα παρτέρια που οριοθετούσε με τις πέτρες, έφτιαχνε φωτιστικά από παλιά ξύλα και τα κρέμαγε στα δωμάτια, ασβέστωνε τα «σαμάρια» στις μάντρες, διόρθωνε όποια μικροβλάβη παρουσιαζόταν είτε στο ένα σπίτι είτε στο άλλο… Δεν ήταν άνθρωπος να καθόταν στις διακοπές, πολύ δε περισσότερο δεν ήταν άνθρωπος να χαίρεται που κονόμησε προίκα και να το έπαιζε όψιμος Μυκονιάτης φιγουρατζής… Έβγαλε, χρονιά με τη χρονιά, το δικό του, γνήσιο απόσταγμα του νησιού, αυτό που άλλωστε είναι εκεί για όσους θέλουν να το ψάξουν μακριά από τη νεοπλουτίστικη «δηθενιά»… Πηγαινοερχόταν στη «Φλώρα» για ψώνια με τα πόδια, ή αφήνοντας το ποδήλατό του πλάι στα «φιλντισένια» τζιποειδή τέρατα με τα φιμέ τζάμια… Γνώρισε όλους τους συγγενείς, θείους, ξαδέρφια, της μεριάς της… Γίνανε μια μεγάλη παρέα, τρώγανε τα πρωϊνά λουκουμάδες στον «Τάκη», και τα Δεκαπενταύγουστα στη γιορτή του, τους έστηνε μια μεγάλη θράκα, κι από δίπλα μια μεγάλη λεκάνη με κρεατικά από το Μαδούπα, κι έψηνε με τις ώρες… Η Φ. συμπλήρωνε όλα τα υπόλοιπα, πίτες, σαλάτες, και γίνονταν γλέντια τρελά… Το πρώτο ποτήρι πήγαινε πάντα στην υγειά του κυρ-Γιάννη, που τα έφερνε έτσι η τύχη, σπάνια να μπορεί να είναι τα Δεκαπενταύγουστα κι εκείνος στη Μύκονο, στη γιορτή.

Τα χρόνια αυτά ο γάμος είχε φέρει και δύο παιδιά, και πια οι διακοπές στη Μύκονο είχαν πάρει τη μορφή εκστρατείας… Το αυτοκίνητο γεμάτο μέχρι τα μπούνια, με βαλίτσες, καρότσια, εργαλεία για τις δουλειές, άλλοτε πακέτα με τραπέζια και καρέκλες από το IKEA, καθώς συμπλήρωναν σιγά-σιγά το σπιτάκι, πιο μετά με ποδήλατα… Είχε βγάλει και κανα-δυο φωτογραφίες το πώς ήταν φορτωμένο κάποιες χρονιές πριν να ξεκινήσουν, για να τις βλέπει χρόνια μετά και να γελάει… Ναι, πια του άρεσαν οι διακοπές στη Μύκονο… Όλοι το πακέτο, έτσι όπως το γνώρισε και το ξαναζούσε, κι ας ήταν κάθε χρόνο σχεδόν το ίδιο… Την πλατεία της Άνω Μεράς, τις λειτουργίες στην Τουρλιανή, τους ποδαρόδρομους τα βράδια, ή πάλι όταν καθόταν μέχρι τις δύο-τρεις το πρωί έξω στην αυλίτσα, να ακούει την … ησυχία! Τις βεγγέρες στα συγγενικά σπίτια, τα τραταμέντα, τα φρέσκα αυγά που άφηνε η θεία Αντριάνα τα πρωϊνά, τα φραγκόσυκα… Έγινε ένας ολόκληρος κόσμος η Μύκονος, αληθινός και γνήσιος – ποιος να το πίστευε…

Αλλά ήταν κι ένα του άρεσε πάνω απ’ όλα : του άρεσε η Φ. έτσι όπως «εντασσόταν» στη Μύκονο, έτσι όπως «τη φόραγε»… Έτσι όπως ο ασταμάτητος αέρας έπαιρνε το ξανθό μαλλί της, ή τα λευκά της φορέματα, καθώς πηγαινοερχόταν μέσα στο οικόπεδο, από το ένα σπίτι στο άλλο… Η Φ. ήταν ένα πλάσμα αλλούτερο με το που πατούσε το πόδι της στο νησί… Λες και τα γαλάζια της μάτια σμίγανε με τα νερά από το Καλό Λιβάδι, και γίνονταν ένα πράγμα… Ή πάλι όταν τρεμόπαιζαν, ήταν λες κι έβλεπες τις φουσκονεριές του Καλαφάτη… Είχαν οι δυο τους περάσει καλοκαίρια με τρελό έρωτα στο σπιτάκι, στο υπνοδωμάτιο κάτω από τις τράβες. Ή έξω, πίσω από τα πέτρινα πεζούλια της αυλίτσας, μέσα στη φεγγαρόφωτη νύχτα… Είχαν ζήσει εκεί τα «ντουζένια τους», σε ένα νησί άλλωστε που, αν από την ερωτική ενέργεια παραγόταν ηλεκτρικό ρεύμα, θα αποτελούσε ενεργειακό κόμβο…

Φέτος, λίγες μέρες πριν τελικά ξεκινήσουν και πάλι για τη Μύκονο, κι αφού είχε περάσει παραπάνω από το μισό της άδειας με τη μετάβαση να έχει τεθεί εν αμφιβόλω λόγω των έκτακτων συνθηκών, η Φ. του είχε ζητήσει να χωρίσουν… Πολύ απλά, έτσι ένα πρωί που τα παιδιά έπαιζαν λίγο πιο μακριά, κι εκείνοι κάθονταν σε ένα παγκάκι, του το είχε πει… Γιατί και πως, δεν έχει σημασία… Κάποια στιγμή έρχονται κι αυτά, άλλωστε είπαμε, η χρονιά φέτος πήγαινε σαν να έχεις συνουσιαστεί με την κατσίκα… Εκείνος είχε ταρακουνηθεί από καιρό, καταλάβαινε ότι κάτι δεν πάει καλά… Είχε στεναχωρηθεί, είχε κλάψει, και πάλευε μέρα με τη μέρα να ξανακερδίσει αυτό το γάμο. Την αγαπούσε τρελά, και εκείνη του το αναγνώριζε…

Όταν πακετάρανε τελικά, σκεφτόταν ότι θα ήταν μάλλον η δική του τελευταία παρουσία εκεί… Αν πραγματικά η κατάσταση εξελίσσονταν δυσμενώς, δεν ήξερε αν θα είχε πια κάποιο νόημα η Μύκονος, το σπιτάκι, τα καλοκαίρια εκεί, οι άνθρωποι που είχε αγαπήσει… Αν και δεν ήταν άνθρωπος που «έκλεινε κύκλους», σκεφτόταν τώρα ότι όλο αυτό το «πακέτο Μύκονος» που είχε ριζώσει τόσο βαθιά μέσα του, κινδύνευε να γίνει μόνιμη πληγή που να του ξυπνάει αναμνήσεις επώδυνες… Αλλά από την άλλη, οι διακοπές, η ανεμελιά με τα παιδιά, που από όλο το χρόνο μόνο τώρα έβρισκε το χώρο της, η ατμόσφαιρα του νησιού, έμοιαζαν να θέλουν να του δώσουν μια τελευταία ευκαιρία…

Εκείνο το πρωί ήταν όλοι τους για μπάνιο στον Ορνό… Ο χαζομπαμπάς, μια με τα φουσκωτά, μια με τα κουβαδάκια, ήταν από ώρα «επί το έργον»… Εκείνη, κάτω από την πολύχρωμη ομπρέλα, σκούπιζε κάθε λίγο τον μικρό, καθώς πηγαινοερχόταν τουρτουρίζοντας, ή του έδινε λουκουμά, από τον παλιακό αλλά τόσο ωραίο λουκουματζή, τον ξυπόλητο με την άσπρη ποδιά,  που συναντούσαν απρόβλεπτα αλλά και νομοτελειακά κάθε χρόνο στις παραλίες της Μυκόνου…

Σε μια στιγμή, η Φ. σηκώθηκε και πλησίασε προς την παραλία… Με ένα σκούρο μπλε καφτάνι, κι από κάτω το άσπρο μαγιό της… Έβγαλε από το κεφάλι το κόκκινο τζόκεϊ, κι ήρθαν τα γαλάζια μάτια της στο φως… Ξανάσμιξαν με τα καταγάλανα νερά… «Πέσε μαμά, πέσε!», φώναζαν τα παιδιά… «Θεά μου», σκεφτόταν αυτός από μέσα του… Μάλλον το είπε και φωναχτά, ή είπε κάτι τέτοιο, κι εκείνη χαμογέλασε… Το χαμόγελό της τον έστελνε στα ουράνια… Ήταν το πρώτο που πρόσεχε σε μια γυναίκα. Ούτε τα γνωστά εξογκώματα, ούτε τίποτα… Του άρεσε το ωραίο χαμόγελο, αυτό που βγαίνει συμμετέχοντας όλο το πρόσωπο, που μισοκλείνουν μέχρι και τα μάτια… Τι κι αν ολόγυρα, δεκάδες ξενόφερτα σμιλευτά οπίσθια, μέσα σε μικροσκοπικά μπικίνι, απλώνονταν στην παραλία… Όταν η Φ. έβγαλε το καφτάνι και πλησίασε στο νερό, για κείνον «πέσαν οι ασφάλειες»… Κι όταν τελικά βούτηξε, κι έκανε το σήμα κατατεθέν, εκείνα τα καμιά δεκαριά πρόσθια, με τα οποία ανοιγόταν ευθύγραμμα προς τα μέσα, πέρασαν δεκαεννιά χρόνια μπροστά από τα μάτια του… Αυτά τα δεκαεννιά χρόνια από τότε που την πρωτογνώρισε…

Ήταν πια σίγουρος… Η Φ. δεν «εντασσόταν» στη Μύκονο, δε «φορούσε» τη Μύκονο…

Η Φ. ήταν η ίδια η Μύκονος. Κι ήξερε πια καλά πως αν θα την έχανε, δε θα περνούσε ξανά από εκεί ποτέ…

 

Λεξιλογικά-ερμηνευτικά :

  • Άνω Μερά, Ορνός, Καλαφάτης, Καλό Λιβάδι, Τουρλιανή : μυκονιάτικα τοπωνύμια
  • Τράβες : εμφανή ξύλινα δοκάρια κάτω από επίπεδη πλάκα, χαρακτηριστικό των μυκονιάτικων σπιτιών.
  • Παππουδικό : ακίνητο ιδιοκτησίας των προγόνων της οικογένειας, κατά το
    «πατρικό».
  • Κάπασος : καμινάδα οικιακού μαγειρίου, διαμορφωμένη συνήθως από μια στάμνα τοποθετημένη ανάποδα.
  • Κελλάκια : πετρόχτιστα μυκονιάτικα δωμάτια, συνήθως τετράγωνα, το ένα δίπλα στο άλλο, διαμορφώνοντας ένα συνολικό σπίτι.
  • Παραπορτιανό : διαμόρφωση αντηριδωτού εξωτερικού τοίχου, από την οροφή χαμηλώνοντας διαδοχικά σε βαθμίδες μέχρι το έδαφος, όπως στην εκκλησία της Παραπορτιανής.
  • «Φλώρα» : αλυσίδα σούπερ μάρκετ στη Μύκονο
  • «Τάκης» : στέκι φαγητού-γλυκού δίπλα από την πλατεία της Άνω Μεράς
  • «Μαδούπας» : μεγαλοκρεοπωλείο της Μυκόνου

Πηγή: sarantakos.wordpress.com