Κακούργα κοινωνία! - Ειδήσεις Pancreta

Οταν για όλα έφταιγαν ο πλησίον και η μοίρα –η κακομοίρα…

 «Μανούλα θα φύγω, / μην κλάψεις για μένα, / η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω. / Το μίσος του κόσμου με δέρνει σκληρά / και φεύγω με πίκρα στα ξένα. / Μ’ αδίκησαν, μάνα, / βαριά με πληγώσαν / και ό,τι αγαπούσα το έχασα πια. / Ποτέ το παιδί σου δεν είδε χαρά / και φεύγει με πίκρα στα ξένα»… τραγουδούσε ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο κατ’ εξοχήν τραγουδιστής-εκφραστής του ανθρώπινου πόνου και της ξενιτιάς.

Ηταν τότε, μετά τον Εμφύλιο, που ενώ τελείωσε το 1949, κράτησε, με το πρόσχημα του κομμουνιστικού κινδύνου, ώς το τέλος της χούντας, το 1974 –ήγουν 25 χρόνια. Οπου, πέρα από τις διώξεις των «αντιφρονούντων» και τα «πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων», υπήρχε άγρια λογοκρισία –ειδικότερα στο τραγούδι και τον κινηματογράφο, τα πλέον προσιτά μέσα ψυχαγωγίας (και προπαγάνδας θα έλεγα).

Και όπου προκειμένου να κυκλοφορήσει ένας δίσκος ή μια κινηματογραφική ταινία ήταν απαραίτητη η άδεια -με την καταβολή σχετικού παραβόλου- της Επιτροπής Ελέγχου, που ελλόχευε στο υπουργείο Προεδρίας. Τι ενοχλούσε ή απαγορευόταν; Οποιαδήποτε αναφορά σε οποιαδήποτε εξουσία. Οπότε ποιος έφταιγε για ό,τι κακό, κατά τα λαϊκά τραγούδια και τις ταινίες; Η κοινωνία (ο πλησίον δηλαδή), η μαύρη μοίρα –η κακομοίρα…

Ο Καζαντζίδης

Ηταν επίσης τα χρόνια της ομαδικής μετανάστευσης –κυρίως για Γερμανία, Καναδά, Αυστραλία. Με τον τόπο ν’ απορφανίζεται από το πιο εύρωστο και παραγωγικό δυναμικό του, καθώς αυτό που ενδιέφερε τους «επενδυτές» ήταν η νεανική ηλικία και η υγεία για τις βαριές δουλειές για τις οποίες δεν προσφέρονταν οι ντόπιοι (σε αντίθεση με τους τωρινούς καιρούς όπου, λόγω της ανεργίας, ξενιτεύονται μυαλά…) Ενδεικτικά ένα ακόμη σχετικό τραγούδι με τη φωνή του Καζαντζίδη: «Στις φάμπρικες της Γερμανίας / και στου Βελγίου τις στοές / πόσα παιδιά σκληρά δουλεύουν / και κλαίνε μάνες μοναχές./ Κακούργα ξενιτιά / μας πήρες απ’ τον τόπο μας / τα πιο καλά παιδιά»…

Αντιπροσωπευτικός ερμηνευτής των εν λόγω τραγουδιών, όπως προανέφερα, ο Καζαντζίδης, ο οποίος, μολονότι ήταν από τους καλύτερα αμειβόμενους και ένδοξους καλλιτέχνες, σε συνέντευξη που του είχα πάρει το 1988 για την «Ελευθεροτυπία», αφού απαξίωνε το ρεμπέτικο τραγούδι: «… βγήκε μέσα από τα καταγώγια, μπερδεμένο με χασίσια, με φυλακές, με μαχαιρώματα», σε αντίθεση με το λαϊκό, που «είναι πάναγνο σαν το νερό το κρυστάλλινο που βγαίνει από μια πηγή –είναι τα προβλήματα της φτώχειας», εμφανιζόταν να ταυτίζεται με τα τραγούδια που ερμήνευε: «Τυραγνιέμαι από τριών μηνών παιδάκι. Σκότωσαν τον πατέρα μου, η μητέρα μου αγωνίστρια. Δεν δικαιωθήκαμε ποτέ. Είμασταν μια ζωή πρόσφυγες, του κλότσου και του μπάτσου. Ημασταν αποδιοπομπαίοι τράγοι σ’ αυτό τον τόπο, όλο το προσφυγικό στοιχείο… Και πάλι το λέω, με πίκρανε πάρα πολύ αυτός ο τόπος»…

Οι ταινίες

Η φτώχεια, η κοινωνία, η μοίρα ήταν οι αίτιοι του κακού, όπως καταφαίνεται και στους τίτλους των ελληνικών ταινιών: «Κοινωνική σαπίλα», «Κατηγορώ την κοινωνία», «Κοινωνία ώρα μηδέν», «Της μοίρας το αποπαίδι», «Η μοίρα γράφει την ιστορία», «Οταν η μοίρα κυβερνά», «Σκλάβοι της μοίρας», «Αιχμάλωτοι του πεπρωμένου». Κι από κοντά μερικοί πονεσιάρικοι, με ήρωες - θύματα της μοίρας κι αυτοί: «Μητέρα στο βούρκο», «Ο Γολγοθάς μιας ορφανής», «Το παραστράτημα μιας αθώας», «Το δράμα μιας αμαρτωλής», «Καημοί στη φτωχογειτονιά», «Συντρίμμια της ζωής», «Αγνή και ατιμασμένη», «Μάνα, γιατί με γέννησες;» (και πάντα με αναφορά στη μάνα –στον πατέρα σπανίως).

Εννοείται ότι δεν έλειπαν και οι κωμωδίες, με το ίδιο ανώδυνο για τις εξουσίες περιεχόμενο (που οι περισσότερες τελείωναν με γάμο, με τη φτωχή, πλην τίμια και ωραία κοπέλα, που παντρεύεται τον πλούσιο νέο και το αντίθετο). Ταινίες που προβάλλονται στις μέρες μας κατά κόρον από την τηλεόραση και αντέχουν, κυρίως λόγω των λαμπρών ηθοποιών και των εικόνων μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει…

Και ιδού πού φτάσαμε, η μαστιζόμενη πανταχόθεν Ελλάδα να γίνεται πλέον καταφύγιο δεινοπαθούντων προσφύγων, που εγκαταλείπουν τις χώρες τους και θαλασσοπνίγονται, προκειμένου να γλιτώσουν από τους πολέμους που προκαλούν τα συμφέροντα των εκάστοτε κυρίαρχων…

Στο πλαίσιο

Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου το 2018 η Αθήνα, εγκαινιάζοντας τη διοργάνωση, που πραγματοποιείται έπειτα από πρόταση της UNESCO, στο αμφιθέατρο του Μουσείου της Ακρόπολης, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας. Και να δούμε τι περισσότερο μπορεί να γίνει για το βιβλίο, που με τις κάθε είδους προσφορές φτάνει μεν οικονομικότερα στον αναγνώστη, παραμένει όμως ασύμφορο για τους συγγραφείς, που πλέον θεωρούνται προνομιούχοι όσοι βγάλουν βιβλίο τους χωρίς να πληρώσουν εκδότη.

«Τιμονιέρης» του Μουσείου Μπενάκη, κοντά μισό αιώνα, άνθρωπος του σήμερα και του αύριο, παρών ακόμα κι όταν παραιτήθηκε από τη διεύθυνσή του μουσείου, ο Αγγελος Δεληβορριάς, οραματιστής, πραγματιστής, υπήρξε γενικότερα ένας από τους πλέον σημαντικούς πολιτιστικούς φορείς. Από τις χαρισματικές μονάδες χάρη στις οποίες κρατιέται αυτός ο τόπος, όπως θα ’λεγε ο Νίκος Γκάτσος.

Διαβάζω στην περιφερειακή εφημερίδα «Αρκαδικοί Ορίζοντες»: «Στην Ελλάδα ζούμε ειδικού τύπου ανεργία. Ολοι έψαχναν εργάτες για συλλογή του ελαιοκάρπου, αλλά με δυσκολία και μετά από πολλά παρακάλια έβρισκαν [...] Στην Ελλάδα των 1.000.000 ανέργων, κανένας δεν πάει να μαζέψει ελιές. Μάλλον οι Ελληνες είναι γεννημένοι αφεντικά».

Διαφημιστικός καταιγισμός στις ταινίες που προβάλλονται από την τηλεόραση, σε σημείο να ξεπερνάνε σε διάρκεια τα παιζόμενα έργα. Και -προφανώς όχι- κατά σύμπτωση, στον ίδιο χρόνο διαφημίσεις και στ’ άλλα κανάλια. Μολονότι αρκετές διαφημίσεις είναι πιο καλοφτιαγμένες από κάποια έργα, οι άνθρωποι δουλεύουν για τα συνδρομητικά κανάλια.

ΚΑΙ… Οδός Καζαντζάκη έγραφε δρομάκος στην Αγία Παρασκευή. Κάποιος όμως την αφαίρεσε. Οπότε ένας άλλος την αποκατάστησε... χειρόγραφη: Οδός Κατζακάκη.

Συντάκτης: Δημήτρης Γκιώνης


Πηγή: efsyn.gr