Η ιστορία πίσω από το ρεμπέτικο - Ειδήσεις Pancreta

Υπήρξε μία εποχή στην ανθρώπινη ιστορία που το ρεμπέτικο τραγούδι θεωρούνταν απαγορευμένη υπόθεση, κατάσταση, συμπεριφορά. Με την πάροδο του χρόνου όμως δικαιώθηκε ως μουσικό είδος στην Ελλάδα αποκτώντας φανατικούς ακροατές και θεατές σε χώρους όπως η αυλή, ο δρόμος, οι σκηνές, τα κουτούκια. Σήμερα, ελκύει μία μερίδα νέων ακροατών, οι οποίοι – ως επί το πλείστον – έχουν μάθει το συγκεκριμένο είδος μουσικής από τους γονείς τους, τους πρόγονούς τους. Σίγουρα, θα ελκύει κι άλλους νέους που δεν έχουν τέτοια οικογενειακή σύνδεση με το ρεμπέτικο τραγούδι και αναζητούν τη δική τους μαζί του. Το ρεμπέτικο έχει πια ξεπεράσει τους μεσήλικες θαυμαστές που είχε κάποτε και έχει αποκτήσει νέους σε ηλικία θαυμαστές στα μποέμ μέρη όπου παίζεται.

Πώς επομένως καταλαβαίνει η νεολαία τις βαθιές ρίζες του ρεμπέτικου και την πλούσια μα μυστηριώδη ιστορία του; . Σύμφωνα με το ελληνικό λεξικό «η ονομασία ρεμπέτικο προέρχεται από τη λέξη «ρεμπέτ», που, μάλλον, εμφανίζεται στο έδαφος της Σερβίας, πιθανότατα ανάμεσα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς του Κοσσόβου. «Ρεμπέτ» είναι ο ατίθασος, ο ανυπότακτος στην κοινωνική αναγκαιότητα της ανθρώπινης συμβίωσης. Στη δική μας γλώσσα εμφανίζεται ο όρος ρέμπελος. Είναι ιταλική λέξη και σημαίνει αυτόν που ανήκει σε ένοπλο αντάρτικο σώμα. «Ρεμπελιά», στη δική μας παράδοση, σημαίνει επανάσταση» (http://www.rebetiko.gr/arthra.php?article=608).

Σαφώς και θα σήμαινε επανάσταση λόγω, ακριβώς, της επανάστασης που πραγματοποίησαν οι ποπολάροι της Ζακύνθου τον 17ο αιώνα. Οι ποπολάροι ήταν η κατώτερη κοινωνική τάξη του νησιού που θέλησαν να αλλάξουν ριζικά την καθημερινότητά τους καθώς δεν άντεχαν τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις της ανώτερης κοινωνικής τάξης, δηλαδή, των γαιοκτημόνων και των ευγενών. Αυτές οι πιέσεις προέρχονταν από το ανάλογο πλαίσιο που εφάρμοζε η αρχή των Βενετών. Οι ρέμπελοι, όμως, αυτοί, δεν τραγουδούσαν. Έτσι ονομάστηκαν λόγω κοινωνικής κατάστασης και επανάστασης.

Το τραγούδι εμφανίστηκε σε άλλη ιστορική περίοδο, λίγο μετά από το 1880 και μέχρι το 1910, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Βέβαια, οι στίχοι του και το μουσικό ύφος του ήταν «βγαλμένα από τη ζωή» της προσφυγιάς, της μετανάστευσης ειδικότερα και της ατομικής και κοινωνικής εγκατάλειψης / πόνου γενικότερα. Συναισθήματα που προκύπτουν από αυτές τις εικόνες μελοποιήθηκαν και ντύθηκαν μουσικά με όργανα δημοτικής και νησιώτικης παράδοσης, όπως το βιολί, το ούτι, το κανονάκι – κιθάρα, τη λύρα και το σαντούρι.

Σε αυτό το σημείο, αντιλαμβανόμαστε τη μουσική / ακουστική διαφορά με το ρεμπέτικο τραγούδι της ιστορικής περιόδου 1930 – 1955, χαρακτηριστικό στοιχείο του οποίου ήταν ένα άλλο λαϊκό μουσικό όργανο, το μπουζούκι. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε καμία μουσική επιρροή από την πρώτη μουσική περίοδο του ρεμπέτικου στη δεύτερη περίοδο ανάπτυξης.  Τότε, αναδύθηκε, αυτό που ονομάζουμε, το «βαρύ λαϊκό ρεπερτόριο» με μουσικούς που, αν μη τι άλλο, όπως κι οι μουσικοί της πρώτης περιόδου ήρθαν αντιμέτωποι, για χάριν της διάδοσής του, με την κοινωνική κριτική και το νόμο.

Το ρεμπέτικο τραγούδι, συνεπώς, ταυτίστηκε όσο κανένα άλλο μουσικό είδος με την κοινωνία και πιο συγκεκριμένα με ιστορικά γεγονότα που συμπεριελάμβαναν αρνητικά συναισθήματα (το ιστορικό γίγνεσθαι διαμορφώνεται κατά πολύ από τον ανθρώπινο παράγοντα και αυτός δεν αποτελείται μονάχα από το λογικό αλλά και από το θυμικό στοιχείο), όπως τοπικές επαναστάσεις ενάντια στην κυριαρχία «ξένων» δυνάμεων, τη Μικρασιατική Καταστροφή, τις οικονομικές κρίσεις, τους παγκόσμιους πολέμους, την άνοδο του καπιταλισμού, την εμφάνιση και θεμελίωση της εργατικής τάξης και φυσικά, τη μουσική βιομηχανία κ.ά.

Τα δύο τελευταία στοιχεία σημάδεψαν το μουσικό είδος: από ανώνυμο μετατράπηκε σε επώνυμο. Αυτή η μεταβολή είχε συνέπειες τόσο οντολογικές όσο και φαινομενολογικές. Έτσι, όχι μόνο το μουσικό ύφος, όπως είδαμε, άλλαξε, αλλά κι η εμφάνιση των μουσικών (από οργανοπαίχτες του δρόμου με την καθημερινή ενδυμασία τους σε καθήμενους μουσικούς με μαύρο καπελάκι, τσιγάρο και κομπολόι), το σύνολό τους (περισσότερα μουσικά όργανα, σταδιακά η γυναικεία λαϊκή φωνή) και η τοποθεσία συγκέντρωσης και παιξίματος τραγουδιών (από τον δρόμο, το σπίτι σε κουτούκια, ταβέρνες).

Ένα, παρ’ όλα αυτά, ήταν και είναι σίγουρο: το ρεμπέτικο τραγούδι συνέβαλε στην εκδήλωση, έκφραση όλων των παραπάνω αρνητικών συναισθημάτων όχι μόνο των μουσικών αλλά και των ακροατών του, συνιστώντας διαχρονικά μία συναισθηματική ελάφρυνση. Πάντοτε οι στίχοι γράφονταν με γνώμονα τις εμπειρίες ζωής. Πάντοτε οι μελωδίες εμπεριείχαν το συγκινησιακό στοιχείο, ίσως και το πολιτικό στοιχείο: να αλλάξει η κοινωνικο – οικονομική κατάσταση της αγροτικής / εργατικής τάξης παράλληλα με τα πιστεύω της.

Το ρεμπέτικο τραγούδι καταγράφει τη συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα. Αδυνατεί να δώσει διέξοδο συνειδητή, λογική διέξοδο. Παραμένει μέχρι την άρνηση. Το γεγονός, όμως, ότι συσπειρώνει, ανησυχεί την αστική τάξη. Προσπαθεί να συκοφαντήσει με διάφορες υπαρκτές αφορμές, κυρίως, με την προβολή του συγκεκριμένου ιστορικά κοινωνικού περιθωρίου των λούμπεν και την καταδίκη του. Προσδοκά να το καταδικάσει και στη συνείδηση των μαζών, παίρνοντας ταυτόχρονα και κατασταλτικά μέτρα (π.χ. λογοκρισία, διώξεις, κλπ.). Όταν κατανοεί ότι δεν έχει αποτέλεσμα, δοκιμάζει τη μέθοδο της αφομοίωσης. Μπαίνει στην εμπορευματική παραγωγή και τη δισκογραφία.

Με λίγα λόγια, η αναζήτηση της ιστορικής προέλευσης του ρεμπέτικου τραγουδιού μπορεί για κάποιους να σημαίνει αναζήτηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας. Για κάποιους άλλους, αυτό το άρθρο, μπορεί να γίνει ακόμη μία αφορμή ανάγνωσης. Η διαφορά έγκειται στη σημασία και την προσοχή που δείχνουμε και αποδίδουμε στο καθετί που αναζητούμε.

Από την Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου

Πηγή


Πηγή: pancreta